- ἀσκαρδάμυκτος
- ἀσκαρδάμυκτοςnot blinkingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς … Dictionary of Greek
ἀσκαρδαμύκτως — ἀσκαρδάμυκτος not blinking adverbial ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδάμυκτον — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc sg ἀσκαρδάμυκτος not blinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδαμύκτοις — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδαμύκτοισιν — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδάμυκτοι — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)